drug

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
drug drugs

drug (en)

  1. το ναρκωτικό
     συνώνυμα: narcotic
  2. φαρμακευτική ουσία

Συγγενικά

Ρήμα

ενεστώτας drug
γ΄ ενικό ενεστώτα drugs
αόριστος drugged
παθητική μετοχή drugged
ενεργητική μετοχή drugging

drug (en)

  1. ναρκώνω άνθρωπο (με παράνομη ουσία και όχι με αναισθητικό στη διάρκεια επέμβασης)
  2. ρίχνω ναρκωτική ουσία σε τρόφιμο ή ποτό

Ρηματικός τύπος

drug (en)

  • αόριστος του drag σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ (πιο κοινός τύπος: drugged)



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

drug (sr)

  • λατινική γραφή του друг
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.