ναρκοθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ναρκοθετώ < νάρκη + -ο- + -θετώ (<αρχαία ελληνική τίθημι) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mine)

Προφορά

ΔΦΑ : /naɾ.ko.θeˈto/

Ρήμα

ναρκοθετώ (παθητική φωνή: ναρκοθετούμαι)

  1. (στρατιωτικός όρος) βάζω νάρκες σε κάποια περιοχή
  2. (μεταφορικά) υπονομεύω
     συνώνυμα: τορπιλίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.