-θετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-θετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -θετῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -θετώ

Επίθημα

-θετώ

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θετώ στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -θετώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.