ναρκοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναρκοθέτηση | οι | ναρκοθετήσεις |
| γενική | της | ναρκοθέτησης* | των | ναρκοθετήσεων |
| αιτιατική | τη | ναρκοθέτηση | τις | ναρκοθετήσεις |
| κλητική | ναρκοθέτηση | ναρκοθετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ναρκοθετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναρκοθέτηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) η τοποθέτηση ναρκών σε μία περιοχή
- (μεταφορικά) η υπονόμευση μιας ενέργειας ή προσπάθειας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.