miner
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- miner < mine
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.ne/
- ⓘ
Ρήμα
miner (fr)
- (παρωχημένο) καταστρέφω με μια νάρκη
- σκάβω το εσωτερικό ενός αντικειμένου, ξύνω από μέσα
- (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω, φθείρω
- τοποθετώ νάρκες, ναρκοθετώ
- κάνω κάποιον να αρρωστήσει, να υποφέρει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.