ναζιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναζιάρικος η ναζιάρικη το ναζιάρικο
      γενική του ναζιάρικου της ναζιάρικης του ναζιάρικου
    αιτιατική τον ναζιάρικο τη ναζιάρικη το ναζιάρικο
     κλητική ναζιάρικε ναζιάρικη ναζιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναζιάρικοι οι ναζιάρικες τα ναζιάρικα
      γενική των ναζιάρικων των ναζιάρικων των ναζιάρικων
    αιτιατική τους ναζιάρικους τις ναζιάρικες τα ναζιάρικα
     κλητική ναζιάρικοι ναζιάρικες ναζιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ναζιάρικος < ναζιάρης + -ικός

Επίθετο

ναζιάρικος

  • που τον χαρακτηρίζει το νάζι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.