φιλαρέσκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλαρέσκεια οι φιλαρέσκειες
      γενική της φιλαρέσκειας των φιλαρεσκειών
    αιτιατική τη φιλαρέσκεια τις φιλαρέσκειες
     κλητική φιλαρέσκεια φιλαρέσκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλαρέσκεια < φιλάρεσκ(ος) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gefallsucht[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.laˈɾe.sci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλαρέσκεια

Ουσιαστικό

φιλαρέσκεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του φιλάρεσκου, το να επιθυμεί κάποιος να αρέσει και γι'αυτό να φροντίζει πολύ την εξωτερική του εμφάνιση
  2. φιλάρεσκη ενέργεια ή συμπεριφορά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.