μαυροτσούκαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαυροτσούκαλο | τα | μαυροτσούκαλα |
| γενική | του | μαυροτσούκαλου | των | μαυροτσούκαλων |
| αιτιατική | το | μαυροτσούκαλο | τα | μαυροτσούκαλα |
| κλητική | μαυροτσούκαλο | μαυροτσούκαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαυροτσούκαλο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) τσουκάλι που έχει μαυρίσει από τη χρήση
- (μεταφορικά) πολύ μαυριδερός άνθρωπος, ιδιαίτερα γυναίκα, αραπίνα
Μεταφράσεις
μαυροτσούκαλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.