βραχνάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βραχνάς | οι | βραχνάδες |
| γενική | του | βραχνά | των | βραχνάδων |
| αιτιατική | τον | βραχνά | τους | βραχνάδες |
| κλητική | βραχνά | βραχνάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραχνάς < *βαρχνάς (με αντιμετάθεση) < μεσαιωνική ελληνική βαρυχνάς < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς < βαρυ- + ύπν(ος) -άς (δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια με το επίθετο βραχνός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaˈxnas/
Ουσιαστικό
βραχνάς αρσενικό
- νυχτερινός εφιάλτης που, κατά τη λαϊκή παράδοση, οφείλεται σε μια δαιμονική οντότητα η οποία κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμώμενου και δυσκολεύει την αναπνοή του
- (μεταφορικά) οτιδήποτε προκαλεί μεγάλη ανησυχία, στενοχώρια και άγχος
- βραχνάς μου έγινε αυτό το δάνειο για το σπίτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.