αραπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αραπίνα οι αραπίνες
      γενική της αραπίνας των αραπίνων
    αιτιατική την αραπίνα τις αραπίνες
     κλητική αραπίνα αραπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραπίνα < αράπης + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

αραπίνα θηλυκό

  • γυναίκα της μαύρης φυλής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.