μόκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μόκα | οι | μόκες |
| γενική | της | μόκας | — | |
| αιτιατική | τη | μόκα | τις | μόκες |
| κλητική | μόκα | μόκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

μόκα (μπρίκι) για παρασκευή εσπρέσο
Ουσιαστικό
μόκα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.