moka
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
moka
<
Moka
, λιμάνι της
Υεμένης
Προφορά
ΔΦΑ
: /
mɔ.ka
/
Ουσιαστικό
moka
(fr)
αρσενικό
η
μόκα
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
moka
(fr)
θηλυκό
ποικιλία
καφέ
μόκα
η
μόκα
, το ειδικό
μπρίκι
για την παρασκευή καφέ
εσπρέσο
(ρόφημα)
Σλοβενικά
(sl)
Ουσιαστικό
moka
(sl)
αλεύρι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.