δημητριακό

Νέα ελληνικά (el)

διάφορα δημητριακά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημητριακό τα δημητριακά
      γενική του δημητριακού των δημητριακών
    αιτιατική το δημητριακό τα δημητριακά
     κλητική δημητριακό δημητριακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  δημητριακά

Ουσιαστικό

δημητριακό ουδέτερο

  • κάθε φυτό της οικογένειας των δημητριακών (Poaceae ή Gramineae)· καλλιεργείται για τους μικρούς καρπούς του
    τα δημητριακά ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι αποτελούν μερικά από τα βασικά διατροφικά είδη της ανθρωπότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.