μόδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόδιο τα μόδια
      γενική του μόδιου
& μοδίου
των μόδιων
& μοδίων
    αιτιατική το μόδιο τα μόδια
     κλητική μόδιο μόδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόδιο < μεσαιωνική ελληνική μόδιο / μόδιν / μόδι < (ελληνιστική κοινή) μόδιος < λατινική modius < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med- (μέτρο)

Ουσιαστικό

μόδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.