μωρουδιακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μωρουδιακά < μωρό

Ουσιαστικό

μωρουδιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ρούχα ή, γενικά, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο του μωρού
  2. μωρουδίστικη διάλεκτος ή ήχοι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.