μπεμπέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπεμπέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bébé

Προφορά

ΔΦΑ : /beˈbe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπεμπε

Επίθετο

μπεμπέ άκλιτο

  1. μωρουδίστικος, -η, -ο
  2. μωρουδιακός

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

μπεμπέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Συγγενικά

διαφορετικού ετύμου

και

  • μπε (ηχομιμητικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.