πρέζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρέζα | οι | πρέζες |
| γενική | της | πρέζας | των | (πρεζών) |
| αιτιατική | την | πρέζα | τις | πρέζες |
| κλητική | πρέζα | πρέζες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρέζα < από το ιταλικό presa < prendere
Ουσιαστικό
πρέζα θηλυκό (πληθυντικός : πρέζες)
- μικρή ποσότητα από ένα υλικό σε σκόνη ή σε κόκκους που μπορεί να πιάσει κανείς με τα δάχτυλα
- ρίξε στο φαγητό μια πρέζα αλάτι
- μια πρέζα ταμπάκο
- η ηρωίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.