ράμφισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ράμφισμα | τα | ραμφίσματα |
| γενική | του | ραμφίσματος | των | ραμφισμάτων |
| αιτιατική | το | ράμφισμα | τα | ραμφίσματα |
| κλητική | ράμφισμα | ραμφίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ράμφισμα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ράμφισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.