μυθοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθοποιία οι μυθοποιίες
      γενική της μυθοποιίας των μυθοποιιών
    αιτιατική τη μυθοποιία τις μυθοποιίες
     κλητική μυθοποιία μυθοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυθοποιία < μύθ(ος) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

μυθοποιία θηλυκό

  • η κατασκευή μύθων, η επινόησή τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.