μπόλικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπόλικα < μπόλικος

Επίρρημα

μπόλικα

  1. αρκετά σε ποσότητα ή διαστάσεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μπόλικα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπόλικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.