μπόλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπόλι τα μπόλια
      γενική του μπολιού των μπολιών
    αιτιατική το μπόλι τα μπόλια
     κλητική μπόλι μπόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόλι < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

Ουσιαστικό

μπόλι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.