μπρούμυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπρούμυτος η μπρούμυτη το μπρούμυτο
      γενική του μπρούμυτου της μπρούμυτης του μπρούμυτου
    αιτιατική τον μπρούμυτο την μπρούμυτη το μπρούμυτο
     κλητική μπρούμυτε μπρούμυτη μπρούμυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπρούμυτοι οι μπρούμυτες τα μπρούμυτα
      γενική των μπρούμυτων των μπρούμυτων των μπρούμυτων
    αιτιατική τους μπρούμυτους τις μπρούμυτες τα μπρούμυτα
     κλητική μπρούμυτοι μπρούμυτες μπρούμυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπρούμυτος < μπρούμυτα + -ος < μεσαιωνική ελληνική μπρόμυτα < πρόμυτα < πρό + μύτη

Επίθετο

μπρούμυτος, -η, -ο

  • με το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το έδαφος, προς τα κάτω
    Ο Mακρέι, που είχε χάσει την ισορροπία του και έπεφτε μπρούμυτος στο παρκέ, νόμιζε ότι το λέι-απ ήταν αστοχο και τραβούσε τα μαλλιά που δεν έχει! (*)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.