ανάσκελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάσκελος η ανάσκελη το ανάσκελο
      γενική του ανάσκελου της ανάσκελης του ανάσκελου
    αιτιατική τον ανάσκελο την ανάσκελη το ανάσκελο
     κλητική ανάσκελε ανάσκελη ανάσκελο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάσκελοι οι ανάσκελες τα ανάσκελα
      γενική των ανάσκελων των ανάσκελων των ανάσκελων
    αιτιατική τους ανάσκελους τις ανάσκελες τα ανάσκελα
     κλητική ανάσκελοι ανάσκελες ανάσκελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάσκελος < μεσαιωνική ελληνική ἀνασκελώνω

Επίθετο

ανάσκελος

  1. που βρίσκεται σε ύπτια θέση
  2. ο ανάποδος, ο ανεστραμμένος, ο αναποδογυρισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.