μπροστάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπροστάντζα οι μπροστάντζες
      γενική της μπροστάντζας
    αιτιατική την μπροστάντζα τις μπροστάντζες
     κλητική μπροστάντζα μπροστάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπροστάντζα < μπροστ(ά) + -άντζα

Ουσιαστικό

μπροστάντζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.