μπουφόνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπουφόνικος η μπουφόνικη το μπουφόνικο
      γενική του μπουφόνικου της μπουφόνικης του μπουφόνικου
    αιτιατική τον μπουφόνικο την μπουφόνικη το μπουφόνικο
     κλητική μπουφόνικε μπουφόνικη μπουφόνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπουφόνικοι οι μπουφόνικες τα μπουφόνικα
      γενική των μπουφόνικων των μπουφόνικων των μπουφόνικων
    αιτιατική τους μπουφόνικους τις μπουφόνικες τα μπουφόνικα
     κλητική μπουφόνικοι μπουφόνικες μπουφόνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπουφόνικος < γαλλική bouffon + κατάληξη -ικος


Επίθετο

μπουφόνικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.