μπούρτζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπούρτζι | τα | μπούρτζια |
| γενική | του | μπουρτζιού | των | μπουρτζιών |
| αιτιατική | το | μπούρτζι | τα | μπούρτζια |
| κλητική | μπούρτζι | μπούρτζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπούρτζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική burç + -ι < αραβική برج (burj) < αραμαϊκή burgā < αρχαία ελληνική πύργος
Σύνθετα
-
μπούρτζι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.