μπουρνούζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουρνούζι | τα | μπουρνούζια |
| γενική | του | μπουρνουζιού | των | μπουρνουζιών |
| αιτιατική | το | μπουρνούζι | τα | μπουρνούζια |
| κλητική | μπουρνούζι | μπουρνούζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
μπουρνούζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bornoz[1] < αραβική برنس (burnus, αφρικανική στρατιωτική χλαμύδα με κουκούλα) < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική βίρρος/βύρρος < λατινική birrus (μανδύας) < απώτατης κελτικής αρχής[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /buɾˈnu.zi/
Ουσιαστικό
μπουρνούζι ουδέτερο
- ρούχο από πετσέτα (παλιότερα από βαμβακερό και γενικά από απορροφητικό ύφασμα) ειδικά για το μπάνιο
Συγγενικά
- μπουρνουζένιος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπουρνούζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.