bornoz

Τουρκικά (tr)

Μπουρνούζι
Αλγερινός με ριγμένο στον ώμο ένα bornoz, λέξη που πήρε σταδιακά στο τουρκικό λεξιλόγιο αλλά και στο ελληνικό και ισπανικό (albornoz) την έννοια του μπουρνουζιού

Ετυμολογία

bornoz < αραβικό burnuz (χιτώνας με κουκούλα που φορούσαν κυρίως Αφρικανοί στρατιώτες) < από τον βυζαντινό βίρρο/βύρρο (ειδικός μανδύας με κουκούλα για τη βροχή) < από το λατινικό birrus (μανδύας)

Ουσιαστικό

bornoz (tr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.