Αλγερινός με ριγμένο στον ώμο ένα bornoz, λέξη που πήρε σταδιακά στο τουρκικό λεξιλόγιο αλλά και στο ελληνικό και ισπανικό (albornoz) την έννοια του μπουρνουζιού
Ετυμολογία
bornoz < αραβικό burnuz (χιτώνας με κουκούλα που φορούσαν κυρίως Αφρικανοί στρατιώτες) < από τον βυζαντινό βίρρο/βύρρο (ειδικός μανδύας με κουκούλα για τη βροχή) < από το λατινικό birrus (μανδύας)