μπιρμπιλομάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπιρμπιλομάτης η μπιρμπιλομάτα το μπιρμπιλομάτικο
      γενική του μπιρμπιλομάτη της μπιρμπιλομάτας του μπιρμπιλομάτικου
    αιτιατική τον μπιρμπιλομάτη την μπιρμπιλομάτα το μπιρμπιλομάτικο
     κλητική μπιρμπιλομάτη μπιρμπιλομάτα μπιρμπιλομάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπιρμπιλομάτηδες οι μπιρμπιλομάτες τα μπιρμπιλομάτικα
      γενική των μπιρμπιλομάτηδων των μπιρμπιλομάτικων
    αιτιατική τους μπιρμπιλομάτηδες τις μπιρμπιλομάτες τα μπιρμπιλομάτικα
     κλητική μπιρμπιλομάτηδες μπιρμπιλομάτες μπιρμπιλομάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπιρμπιλομάτης < μπιρμπίλ(α) + -ο- + -μάτηςμπιρμπίλι + μάτι)

Επίθετο

μπιρμπιλομάτης, -α, -ικο

Ουσιαστικό

μπιρμπιλομάτης αρσενικό (θηλυκό: μπιρμπιλομάτα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.