-μάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μάτης η -μάτα το -μάτικο
      γενική του -μάτη της -μάτας του -μάτικου
    αιτιατική τον -μάτη τη(ν) -μάτα το -μάτικο
     κλητική -μάτη -μάτα -μάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μάτηδες οι -μάτες τα -μάτικα
      γενική των -μάτηδων των -μάτικων
    αιτιατική τους -μάτηδες τις -μάτες τα -μάτικα
     κλητική -μάτηδες -μάτες -μάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-μάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -μάτης < μάτ(ι) + -ης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μάτης

Επίθημα

-μάτης, -α, -ικο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μάτης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -μάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.