μπαούλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαούλο | τα | μπαούλα |
| γενική | του | μπαούλου | των | μπαούλων |
| αιτιατική | το | μπαούλο | τα | μπαούλα |
| κλητική | μπαούλο | μπαούλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μπαούλο
Ετυμολογία
- μπαούλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική baule < λατινική baiulo < baiulus (αχθοφόρος, μεταφορέας) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer- (φέρω)
Ουσιαστικό
μπαούλο ουδέτερο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.