σεντούκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντούκι τα σεντούκια
      γενική του σεντουκιού των σεντουκιών
    αιτιατική το σεντούκι τα σεντούκια
     κλητική σεντούκι σεντούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεντούκι < μεσαιωνική ελληνική σεντούκιν < αραβική صُنْدُوْق (ʂundūq, κουτί) [1] (βλέπε και τουρκικό sandık, σερβοκροατικό sanduk) < αρχαία ελληνική συνθήκη (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

σεντούκι ουδέτερο

  1. ξύλινο μπαούλο
    σεντούκι θησαυρού

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.