μπαουλοντίβανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαουλοντίβανο τα μπαουλοντίβανα
      γενική του μπαουλοντίβανου των μπαουλοντίβανων
    αιτιατική το μπαουλοντίβανο τα μπαουλοντίβανα
     κλητική μπαουλοντίβανο μπαουλοντίβανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαουλοντίβανο < μπαούλ(ο) + -ο- + ντιβάν(ι) + -ο

Ουσιαστικό

μπαουλοντίβανο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.