αχθοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αχθοφόρος | οι | αχθοφόροι |
| γενική | του/της | αχθοφόρου | των | αχθοφόρων |
| αιτιατική | τον/την | αχθοφόρο | τους/τις | αχθοφόρους |
| κλητική | αχθοφόρε | αχθοφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αχθοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀχθοφόρος < ἄχθ(ος) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό
αχθοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που μεταφέρει αποσκευές ή άλλα φορτία
- ※ Στο σταθμό ρώτησα έναν αχθοφόρο πού βρίσκονται τα εμπορεύματα εξωτερικού. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
