μπανιστηρτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπανιστηρτζής οι μπανιστηρτζήδες
      γενική του μπανιστηρτζή των μπανιστηρτζήδων
    αιτιατική τον μπανιστηρτζή τους μπανιστηρτζήδες
     κλητική μπανιστηρτζή μπανιστηρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπανιστηρτζής < μπανιστήρ(ι) + -τζής < μπανίζω < μπάνιο

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.ni.stiɾˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπανιστηρτζής

Ουσιαστικό

μπανιστηρτζής αρσενικό (θηλυκό μπανιστηρτζού)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.