μπανιστηρτζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπανιστηρτζού | οι | μπανιστηρτζούδες |
| γενική | της | μπανιστηρτζούς | των | μπανιστηρτζούδων |
| αιτιατική | την | μπανιστηρτζού | τις | μπανιστηρτζούδες |
| κλητική | μπανιστηρτζού | μπανιστηρτζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπανιστηρτζού < μπανιστηρτζής + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ni.stiɾˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐νι‐στηρ‐τζού
Ουσιαστικό
μπανιστηρτζού θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του μπανιστηρτζής
- ※ Μπανιστηρτζού με έκαμε / Η αλήτισσά σου η φύση / Μπανιστηρτζού με το στανιό / Και τύφλα στο μεθύσι.
- Μπανιστηρτζού, μουσική/στίχοι: Εισβολέας, εκτέλεση: Ματούλα Ζαμάνη, 2014
- ※ Μπανιστηρτζού με έκαμε / Η αλήτισσά σου η φύση / Μπανιστηρτζού με το στανιό / Και τύφλα στο μεθύσι.
Μεταφράσεις
μπανιστηρτζού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.