ηδονοβλεψίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηδονοβλεψίας οι ηδονοβλεψίες
      γενική του/της ηδονοβλεψία των ηδονοβλεψιών
    αιτιατική τον/την ηδονοβλεψία τους/τις ηδονοβλεψίες
     κλητική ηδονοβλεψία ηδονοβλεψίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονοβλεψίας < ηδονή + -βλεψίας (< βλέπω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðo.no.vleˈpsi.as/

Ουσιαστικό

ηδονοβλεψίας αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρόσωπο που νιώθει ηδονή βλέποντας κρυφά άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές (π.χ. ερωτική επαφή, πλύσιμο στο λουτρό, ένδυση, έκδυση κ.λπ.), οι οποίες σχετίζονται με το ερωτικό στοιχείο
     συνώνυμα: (λαϊκότροπο) ματάκιας, μπανιστηρτζής, (λόγιο) οφθαλμόπορνος
  2. (γενικότερα) πρόσωπο που παρακολουθεί με ευχαρίστηση θεάματα ερωτικού περιεχομένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.