ηδονοβλεψίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ηδονοβλεψίας | οι | ηδονοβλεψίες |
| γενική | του/της | ηδονοβλεψία | των | ηδονοβλεψιών |
| αιτιατική | τον/την | ηδονοβλεψία | τους/τις | ηδονοβλεψίες |
| κλητική | ηδονοβλεψία | ηδονοβλεψίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðo.no.vleˈpsi.as/
Ουσιαστικό
ηδονοβλεψίας αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο που νιώθει ηδονή βλέποντας κρυφά άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές (π.χ. ερωτική επαφή, πλύσιμο στο λουτρό, ένδυση, έκδυση κ.λπ.), οι οποίες σχετίζονται με το ερωτικό στοιχείο
- ≈ συνώνυμα: (λαϊκότροπο) ματάκιας, μπανιστηρτζής, (λόγιο) οφθαλμόπορνος
- (γενικότερα) πρόσωπο που παρακολουθεί με ευχαρίστηση θεάματα ερωτικού περιεχομένου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.