κρυφοκοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κρυφοκοιτάζω | κρυφοκοίταζα | θα κρυφοκοιτάζω | να κρυφοκοιτάζω | κρυφοκοιτάζοντας | |
| β' ενικ. | κρυφοκοιτάζεις | κρυφοκοίταζες | θα κρυφοκοιτάζεις | να κρυφοκοιτάζεις | κρυφοκοίταζε | |
| γ' ενικ. | κρυφοκοιτάζει | κρυφοκοίταζε | θα κρυφοκοιτάζει | να κρυφοκοιτάζει | ||
| α' πληθ. | κρυφοκοιτάζουμε | κρυφοκοιτάζαμε | θα κρυφοκοιτάζουμε | να κρυφοκοιτάζουμε | ||
| β' πληθ. | κρυφοκοιτάζετε | κρυφοκοιτάζατε | θα κρυφοκοιτάζετε | να κρυφοκοιτάζετε | κρυφοκοιτάζετε | |
| γ' πληθ. | κρυφοκοιτάζουν(ε) | κρυφοκοίταζαν κρυφοκοιτάζαν(ε) |
θα κρυφοκοιτάζουν(ε) | να κρυφοκοιτάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κρυφοκοίταξα | θα κρυφοκοιτάξω | να κρυφοκοιτάξω | κρυφοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | κρυφοκοίταξες | θα κρυφοκοιτάξεις | να κρυφοκοιτάξεις | κρυφοκοίταξε | ||
| γ' ενικ. | κρυφοκοίταξε | θα κρυφοκοιτάξει | να κρυφοκοιτάξει | |||
| α' πληθ. | κρυφοκοιτάξαμε | θα κρυφοκοιτάξουμε | να κρυφοκοιτάξουμε | |||
| β' πληθ. | κρυφοκοιτάξατε | θα κρυφοκοιτάξετε | να κρυφοκοιτάξετε | κρυφοκοιτάξτε | ||
| γ' πληθ. | κρυφοκοίταξαν κρυφοκοιτάξαν(ε) |
θα κρυφοκοιτάξουν(ε) | να κρυφοκοιτάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κρυφοκοιτάξει | είχα κρυφοκοιτάξει | θα έχω κρυφοκοιτάξει | να έχω κρυφοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις κρυφοκοιτάξει | είχες κρυφοκοιτάξει | θα έχεις κρυφοκοιτάξει | να έχεις κρυφοκοιτάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει κρυφοκοιτάξει | είχε κρυφοκοιτάξει | θα έχει κρυφοκοιτάξει | να έχει κρυφοκοιτάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κρυφοκοιτάξει | είχαμε κρυφοκοιτάξει | θα έχουμε κρυφοκοιτάξει | να έχουμε κρυφοκοιτάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε κρυφοκοιτάξει | είχατε κρυφοκοιτάξει | θα έχετε κρυφοκοιτάξει | να έχετε κρυφοκοιτάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κρυφοκοιτάξει | είχαν κρυφοκοιτάξει | θα έχουν κρυφοκοιτάξει | να έχουν κρυφοκοιτάξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.