μπανιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπανιστήρι | τα | μπανιστήρια |
| γενική | του | μπανιστηριού | των | μπανιστηριών |
| αιτιατική | το | μπανιστήρι | τα | μπανιστήρια |
| κλητική | μπανιστήρι | μπανιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπανιστήρι ουδέτερο
- η παρακολούθηση από κάποιον που παραμένει αθέατος των ερωτικών περιπτύξεων άλλων ανθρώπων ή γενικότερα προσωπικών στιγμών που σχετίζονται με τη γυμνότητα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μπανιστήρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.