μπέης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπέης | οι | μπέηδες |
| γενική | του | μπέη | των | μπέηδων |
| αιτιατική | τον | μπέη | τους | μπέηδες |
| κλητική | μπέη | μπέηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπέης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπέης < τουρκική bey < παλαιά τουρκική بگ (bég) / bay < *bāj (πλούσιος, ευγενής)
Ουσιαστικό
μπέης αρσενικό (θηλυκό: μπέισσα & μπεΐνα)
- (ιστορία) ηγεμόνας ή αξιωματούχος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
- (μεταφορικά) που καλοπερνάει (κι ενδεχομένως επιδεικνύει αυταρχική συμπεριφορά)
Συγγενικά
- μπεηλίδικος
- μπεηλίκι
- Μπέης (επώνυμο)
- μπέικα (επίρρημα)
- μπέικος
Σύνθετα
-
μπέης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.