μπεΐνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεΐνα οι μπεΐνες
      γενική της μπεΐνας των μπεϊνών
    αιτιατική την μπεΐνα τις μπεΐνες
     κλητική μπεΐνα μπεΐνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπεΐνα < μπέης + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

μπεΐνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.