μπάστακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάστακας οι μπάστακες
      γενική του μπάστακα
    αιτιατική τον μπάστακα τους μπάστακες
     κλητική μπάστακα μπάστακες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάστακας < άγνωστης ετυμολογίας,[1] πιθανόν (άμεσο δάνειο) τουρκική baştaki («αρχικός, πρώτος»)[2] < τουρκική baş (κεφάλι, κορυφή)

Ουσιαστικό

μπάστακας αρσενικό

  1. (παρωχημένο) πέτρα ή άλλο σταθερό σημάδι που χρησιμοποιείται σαν βάση σε παιχνίδια με μπίλιες ή στις αμάδες
  2. (μεταφορικά) που δεν κάνει τίποτε εκτός από το να στέκεται όρθιος και ακίνητος, παρεμποδίζοντας ή ενοχλώντας απλώς με τη στάση του, ενοχλητικός
      Έχει στηθεί μπάστακας στην αυλόπορτα και δε λέει να το κουνήσει. (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])

Παράγωγα

Σημειώσεις

  • η λέξη χρησιμοποιείται με τη μορφή παρομοίωσης («σαν μπάστακας») αρκετά συχνά, ώστε να πάρει τη μεταφορική σημασία του «ενοχλητικός» όταν χρησιμοποιείται απλά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπάστακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «που σχετιζόταν με το στήσιμο του πρώτου βώλου στις αμάδες» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.