μπάστακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπάστακας | οι | μπάστακες |
| γενική | του | μπάστακα | — | |
| αιτιατική | τον | μπάστακα | τους | μπάστακες |
| κλητική | μπάστακα | μπάστακες | ||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπάστακας αρσενικό
- (παρωχημένο) πέτρα ή άλλο σταθερό σημάδι που χρησιμοποιείται σαν βάση σε παιχνίδια με μπίλιες ή στις αμάδες
- (μεταφορικά) που δεν κάνει τίποτε εκτός από το να στέκεται όρθιος και ακίνητος, παρεμποδίζοντας ή ενοχλώντας απλώς με τη στάση του, ενοχλητικός
- ※ Έχει στηθεί μπάστακας στην αυλόπορτα και δε λέει να το κουνήσει. (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])
Παράγωγα
Σημειώσεις
- η λέξη χρησιμοποιείται με τη μορφή παρομοίωσης («σαν μπάστακας») αρκετά συχνά, ώστε να πάρει τη μεταφορική σημασία του «ενοχλητικός» όταν χρησιμοποιείται απλά
Αναφορές
- μπάστακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «που σχετιζόταν με το στήσιμο του πρώτου βώλου στις αμάδες» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.