αμάδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι αμάδες
      γενική των αμάδων
    αιτιατική τις αμάδες
     κλητική αμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμάδες <  δείτε τον ενικό, αμάδα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈma.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμάδες

Ουσιαστικό

αμάδες θηλυκό στον πληθυντικό

  • παιδικό παιχνίδι που παίζεται με επίπεδες πέτρες (αμάδα) που ρίχνονται συρτά με σκοπό να πετύχουν και να μετακινήσουν τις άλλες

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αμάδες θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.