αμάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμάδα οι αμάδες
      γενική της αμάδας των αμάδων
    αιτιατική την αμάδα τις αμάδες
     κλητική αμάδα αμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμάδα < βενετική zogàr al madi (=παίζω τις αμάδες) με επίδραση της λέξης σημάδι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈma.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμάδα

Ουσιαστικό

αμάδα θηλυκό

  1. επίπεδη πέτρα με μορφή δίσκου
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη αμάδες (παιδικό παιχνίδι)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. Δόμος, λήμμα αμάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.