μουσικοκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μουσικοκριτικός | η | μουσικοκριτική | το | μουσικοκριτικό |
| γενική | του | μουσικοκριτικού | της | μουσικοκριτικής | του | μουσικοκριτικού |
| αιτιατική | τον | μουσικοκριτικό | τη | μουσικοκριτική | το | μουσικοκριτικό |
| κλητική | μουσικοκριτικέ | μουσικοκριτική | μουσικοκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μουσικοκριτικοί | οι | μουσικοκριτικές | τα | μουσικοκριτικά |
| γενική | των | μουσικοκριτικών | των | μουσικοκριτικών | των | μουσικοκριτικών |
| αιτιατική | τους | μουσικοκριτικούς | τις | μουσικοκριτικές | τα | μουσικοκριτικά |
| κλητική | μουσικοκριτικοί | μουσικοκριτικές | μουσικοκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μουσικοκριτικός < μουσικο- + κριτικός
Επίθετο
μουσικοκριτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κριτική μουσικών έργων ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτική
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτικός
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μουσικοκριτικός | οι | μουσικοκριτικοί |
| γενική | του/της | μουσικοκριτικού | των | μουσικοκριτικών |
| αιτιατική | τον/τη | μουσικοκριτικό | τους/τις | μουσικοκριτικούς |
| κλητική | μουσικοκριτικέ | μουσικοκριτικοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσικοκριτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μουσικοκριτικός
Μεταφράσεις
μουσικοκριτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.