μουσαμαδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσαμαδιά οι μουσαμαδιές
      γενική της μουσαμαδιάς των μουσαμαδιών
    αιτιατική τη μουσαμαδιά τις μουσαμαδιές
     κλητική μουσαμαδιά μουσαμαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσαμαδιά < μουσαμάς + -αδιά

Προφορά

ΔΦΑ : /mu.sa.maˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουσαμαδιά

Ουσιαστικό

μουσαμαδιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.