μουσαμαδένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μουσαμαδένιος | η | μουσαμαδένια | το | μουσαμαδένιο |
| γενική | του | μουσαμαδένιου | της | μουσαμαδένιας | του | μουσαμαδένιου |
| αιτιατική | τον | μουσαμαδένιο | τη | μουσαμαδένια | το | μουσαμαδένιο |
| κλητική | μουσαμαδένιε | μουσαμαδένια | μουσαμαδένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μουσαμαδένιοι | οι | μουσαμαδένιες | τα | μουσαμαδένια |
| γενική | των | μουσαμαδένιων | των | μουσαμαδένιων | των | μουσαμαδένιων |
| αιτιατική | τους | μουσαμαδένιους | τις | μουσαμαδένιες | τα | μουσαμαδένια |
| κλητική | μουσαμαδένιοι | μουσαμαδένιες | μουσαμαδένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mu.sa.maˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σα‐μα‐δέ‐νιος
Μεταφράσεις
μουσαμαδένιος
|
|
Πηγές
- μουσαμαδένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.