μουρντάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουρντάρα οι μουρντάρες
      γενική της μουρντάρας
    αιτιατική τη μουρντάρα τις μουρντάρες
     κλητική μουρντάρα μουρντάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /muɾˈda.ɾis/

Ουσιαστικό

μουρντάρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.