απατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απατώ < αρχαία ελληνική ἀπατάω / ἀπατῶ < ἀπάτη
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.paˈto/
Ρήμα
απατώ (παθητική φωνή: απατώμαι)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη απάτη
Απατωμαι
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απατάω - απατώ | απατούσα | θα απατάω - απατώ | να απατάω - απατώ | απατώντας | |
| β' ενικ. | απατάς | απατούσες | θα απατάς | να απατάς | απάτα - απάταγε | |
| γ' ενικ. | απατάει - απατά | απατούσε | θα απατάει - απατά | να απατάει - απατά | ||
| α' πληθ. | απατάμε - απατούμε | απατούσαμε | θα απατάμε - απατούμε | να απατάμε - απατούμε | ||
| β' πληθ. | απατάτε | απατούσατε | θα απατάτε | να απατάτε | απατάτε | |
| γ' πληθ. | απατάν(ε) - απατούν(ε) | απατούσαν(ε) | θα απατάν(ε) - απατούν(ε) | να απατάν(ε) - απατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απάτησα | θα απατήσω | να απατήσω | απατήσει | ||
| β' ενικ. | απάτησες | θα απατήσεις | να απατήσεις | απάτα - απάτησε | ||
| γ' ενικ. | απάτησε | θα απατήσει | να απατήσει | |||
| α' πληθ. | απατήσαμε | θα απατήσουμε | να απατήσουμε | |||
| β' πληθ. | απατήσατε | θα απατήσετε | να απατήσετε | απατήστε | ||
| γ' πληθ. | απάτησαν απατήσαν(ε) |
θα απατήσουν(ε) | να απατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απατήσει | είχα απατήσει | θα έχω απατήσει | να έχω απατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απατήσει | είχες απατήσει | θα έχεις απατήσει | να έχεις απατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απατήσει | είχε απατήσει | θα έχει απατήσει | να έχει απατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απατήσει | είχαμε απατήσει | θα έχουμε απατήσει | να έχουμε απατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απατήσει | είχατε απατήσει | θα έχετε απατήσει | να έχετε απατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απατήσει | είχαν απατήσει | θα έχουν απατήσει | να έχουν απατήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.