μουμιοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουμιοποίηση οι μουμιοποιήσεις
      γενική της μουμιοποίησης* των μουμιοποιήσεων
    αιτιατική τη μουμιοποίηση τις μουμιοποιήσεις
     κλητική μουμιοποίηση μουμιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μουμιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουμιοποίηση < μουμιοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

μουμιοποίηση και μομιοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.